- αρτίχριστος
- ἀρτίχριστος, -ον (Α)αυτός που έχει πρόσφατα αλειφθεί («ἀρτίχριστον φάρμακον», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι-* + -χριστος < χριστός < χρίω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀρτίχριστον — ἀρτίχριστος fresh spread masc/fem acc sg ἀρτίχριστος fresh spread neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτι- — (AM ἀρτι )· [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων … Dictionary of Greek